WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
formation n | (creation) | σχηματισμός ουσ αρσ |
| | δημιουργία ουσ θηλ |
| Astrophysicists try to understand the formation of the universe. |
| Οι αστροφυσικοί προσπαθούν να κατανοήσουν τον σχηματισμό του σύμπαντος. |
formation n | (process of forming) | σχηματισμός ουσ αρσ |
| | δημιουργία ουσ θηλ |
| The medical student studied the formation of bone tissue on artificial substrates. |
| Ο φοιτητής της ιατρικής μελετούσε τον σχηματισμό του κοκάλινου ιστού πάνω σε τεχνητά υποστρώματα. |
formation n | (geology) | σχηματισμός ουσ αρσ |
| The geologist spent two years working on a formation in the Grand Canyon. |
| Ο γεωλόγος πέρασε δυο χρόνια δουλεύοντας σε έναν σχηματισμό στο Γκραντ Κάνυον. |
formation n | (of people) | σχηματισμός ουσ αρσ |
| The soldiers stood still in formation. |
| Οι στρατιώτες κάθονταν ακίνητοι σε σχηματισμό. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: